- τεκνογέννητος
- τεκνογέννητος, ον,A of childbirth,
πόνοι Supp.Epigr.3.400.8
(Delph., iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πόνοι Supp.Epigr.3.400.8
(Delph., iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεκνογέννητος — ον, Α φρ. «τεκνογέννητοι πόνοι» οι πόνοι κατά τη γέννηση τέκνου, οι ωδίνες τού τοκετού επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + γέννητος (< γεννῶ), πρβλ. νυμφο γέννητος] … Dictionary of Greek